- ὀρνιθομανῶ
- ὀρνῑθομανῶ , ὀρνιθομανέωto be bird-madpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀρνῑθομανῶ , ὀρνιθομανέωto be bird-madpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορνιθομανώ — ὀρνιθομανῶ, έω (Α) [ορνιθομανής] αγαπώ υπερβολικά τα πουλιά … Dictionary of Greek
-μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… … Dictionary of Greek